αἱρεσιάρχης — leader of a school masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιρεσιάρχης — ο ο αρχηγός αίρεσης θρησκευτικής ή φιλοσοφικής: Στον τέταρτο και πέμπτο αιώνα παρουσιάστηκαν οι μεγαλύτεροι αιρεσιάρχες της χριστιανοσύνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἱρεσιάρχαι — αἱρεσιάρχης leader of a school masc nom/voc pl αἱρεσιάρχᾱͅ , αἱρεσιάρχης leader of a school masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρεσιαρχῶν — αἱρεσιάρχης leader of a school masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρεσιάρχαις — αἱρεσιάρχης leader of a school masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρεσιάρχην — αἱρεσιάρχης leader of a school masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρεσιάρχου — αἱρεσιάρχης leader of a school masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρεσιάρχῃ — αἱρεσιάρχης leader of a school masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρεσιάρχα — αἱρεσιάρχᾱ , αἱρεσιάρχης leader of a school masc nom/voc/acc dual αἱρεσιάρχης leader of a school masc voc sg αἱρεσιάρχᾱ , αἱρεσιάρχης leader of a school masc gen sg (doric aeolic) αἱρεσιάρχης leader of a school masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιρεσιαρχώ — ( έω) (Μ αἱρεσιαρχῶ) [αἱρεσιάρχης] είμαι αιρεσιάρχης, ιδρυτής ή αρχηγός θρησκευτικής αιρέσεως … Dictionary of Greek